- ορυκτογεωλογία
- ηκλάδος τής γεωλογίας ο οποίος ασχολείται με τη γένεση, την εύρεση, τη σύνθεση και τη σύσταση τών ορυκτών στη φύση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ορυκτογεωλογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορυκτογεωλογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορυκτογεωλογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Αγαθάγγελο πρώην Καισαρείας] … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek